ενδόσιμο — το (AM ἐνδόσιμος, ον) Ι. το ουδ. ως ουσ. το ενδόσιμο (AM ἐνδόσιμον) αυτό που δίνει εύλογη αφορμή για κάποια σκέψη ή ενέργεια αρχ. μσν. προανάκρουσμα, εισαγωγή ύμνου ή ψαλμού αρχ. προοίμιο ρητορικού λόγου ΙΙ. επίθ. ἐνδόσιμος, ον ενδοτικός,… … Dictionary of Greek
υπήκοος — ο, η / ὑπήκοος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, ον, Α 1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τούς υπέταξε και τούς έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.) 2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές … Dictionary of Greek
φαγοκύτταρο — το, Ν (βιολ. φυσιολ.) κύτταρο ικανό να προσλάβει στο εσωτερικό του και να πέψει ανόργανα ή οργανικά σωματίδια, όπως λ.χ. κόκκους άνθρακα ή σκόνης ή μικρόβια, άλλα κύτταρα ή θραύσματα ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phagocyte < phago … Dictionary of Greek